προαναρπάζω — ΜΑ αρπάζω ή συλλαμβάνω κάτι προηγουμένως («παῑδας προαναρπασθῆναι», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναρπάζω «αρπάζω, απάγω»] … Dictionary of Greek
προαναρπάσῃ — προαναρπάζω carry off aor subj mid 2nd sg προαναρπάζω carry off aor subj act 3rd sg προαναρπάζω carry off fut ind mid 2nd sg προαναρπάσῃ , προαναρπάζω carry off aor subj mid 2nd sg προαναρπάσῃ , προαναρπάζω carry off aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρπαζομένους — προαναρπάζω carry off pres part mp masc acc pl προαναρπαζομένους , προαναρπάζω carry off pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρπασθεῖσαι — προαναρπάζω carry off aor part pass fem nom/voc pl προαναρπασθεῖσαι , προαναρπάζω carry off aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρπασθείημεν — προαναρπάζω carry off aor opt pass 1st pl προαναρπασθείημεν , προαναρπάζω carry off aor opt pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρπασθείς — προαναρπάζω carry off aor part pass masc nom/voc sg προαναρπασθείς , προαναρπάζω carry off aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρπασθῆναι — προαναρπάζω carry off aor inf pass προαναρπασθῆναι , προαναρπάζω carry off aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρπασθῇς — προαναρπάζω carry off aor subj pass 2nd sg προαναρπασθῇς , προαναρπάζω carry off aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρπασθέντας — προαναρπάζω carry off aor part pass masc acc pl προαναρπασθέντας , προαναρπάζω carry off aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναρπασθέντες — προαναρπάζω carry off aor part pass masc nom/voc pl προαναρπασθέντες , προαναρπάζω carry off aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)